- εκφλύζω
- ἐκφλύζω και ἐκφλύσσω (Α)βράζω, αναβράζω, χύνω, εκπέμπω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκφλύξαι — ἐκφλύσσω spirt out aor inf act ἐκφλύξαῑ , ἐκφλύσσω spirt out aor opt act 3rd sg ἐκφλύζω spirt out aor inf act ἐκφλύξαῑ , ἐκφλύζω spirt out aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)